- κάναβος
- ο (Α κάναβος και κάνναβος)νεοελλ.(τοπογρ.) γεωμετρικό σχήμα ενός δικτύου τετραγώνων πάνω σε χάρτη που η σχεδίασή του αποτελεί ακριβή τρόπο καθορισμού τών κορυφών μιας πολυγωνικής οδεύσεως πάνω σε χάρτη με βάση τις ορθογώνιες συντεταγμένες τουςαρχ.1. η κάν(ν)αβη, το καν(ν)άβι2. ξύλινος σκελετός γύρω από τον οποίο οι ανδριαντοποιοί έπλαθαν το πρόπλασμα τού αγάλματος με πηλό ή κερί3. σχεδίασμα τών κυριότερων μερών τού ανθρώπινου σώματος με γραμμές που παριστάνουν τις φλέβες, όπως στους ανατομικούς πίνακες4. μτφ. (για πρόσ.) ισχνός άνθρωπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάννα + κατάλ. -βος(πρβλ. κόττα-βος), που είναι αρκετά σπάνια και απαντά κυρίως σε τεχνικούς όρους τής Αρχαίας Ελληνικής].
Dictionary of Greek. 2013.